- κρατερῖτις
- κρᾰτερ-ῖτις (sc. λίθος), ιδος, ἡ, hard yellowish stone, Plin. HN37.154.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατερίτις — κρατερῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) σκληρός κιτρινωπός λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ῑτις (πρβλ. πυρ ίτις)] … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek